ανάχωση

ανάχωση
η
η επιχωμάτωση: Η ανάχωση του αυλακιού τελείωσε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάχωση — η (Α ἀνάχωσις) [αναχώ] η ανύψωση προχώματος ή όχθης ποταμού νεοελλ. η επιχωμάτωση, η κάλυψη λάκκων με χώμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”